πολυλίμενος

πολυλίμενος
πολυλίμενος
with many ports
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πολυλίμενος — ον, Α (για τόπο) αυτός που έχει πολλά λιμάνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + λιμήν, ένος (πρβλ. ευ λίμενος)] …   Dictionary of Greek

  • πολυλίμενον — πολυλίμενος with many ports masc/fem acc sg πολυλίμενος with many ports neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… …   Dictionary of Greek

  • πολυλιμενότης — ητος, ἡ, Α [πολυλίμενος] το να υπάρχουν σε μια περιοχή πολλά λιμάνια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”